σκοτώσεις

σκοτώσεις
σκότωσις
darkening
fem nom/voc pl (attic epic)
σκότωσις
darkening
fem nom/acc pl (attic)
σκοτόω
darken
aor subj act 2nd sg (epic)
σκοτόω
darken
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαπαφίσκω — ἐξαπαφίσκω (Α) (επικ. τ. τού ἐξαπατῶ) εξαπατώ («αἴ κεν σ ἐξαπάφω, κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ» αν τυχόν σέ ξεγελάσω, να μέ σκοτώσεις με τον πιο άθλιο θάνατο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + *αφ αφίσκω τ. με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό >απ αφίσκω με… …   Dictionary of Greek

  • επικτείνω — ἐπικτείνω (Α) σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • σκότωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)] μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.) β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτῶ* (III),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”